-
1 σατραπεύω
-
2 σατραπεύω
См. также в других словарях:
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
τυραννίσκος — ο, Ν 1. μικρός ή ασήμαντος τύραννος 2. μτφ. α) άτομο που καταπιέζει τους υφισταμένους του β) μικρός βασανιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. σατραπ ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek